- ψυγμοκατάρρους
- ψυγμοκατάρρους, ὁ,A chill, catarrh, Cyran.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυγμοκατάρρους — ὁ, Α καταρροή που οφείλεται σε ψύξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυγμός + κατάρρους] … Dictionary of Greek